- Κορύβαντα
- ΚορύβαςCorybantmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… … Dictionary of Greek
ίδη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κορύβαντα και σύζυγος του βασιλιά της Κρήτης Λυκάστη. Ήταν μητέρα του Μίνωα του νεότερου, βασιλιά και νομοθέτη της Κρήτης. 2. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Μαζί με την αδελφή της Αδράστεια… … Dictionary of Greek
κορυβαντώδης — κορυβαντώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με Κορύβαντα, μανιώδης, έξαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κορύβας, αντ ος + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek
Κορύβαντες — Μυθολογικά πρόσωπα. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν δαίμονες που συνδέονταν με τη λατρεία της φρυγικής θεάς Κυβέλης. Η κορυβαντική λατρεία ήταν μυστηριακού τύπου, ενώ γίνονταν δεκτοί σε αυτήν μόνο όσοι είχαν υποβληθεί στη διαδικασία μύησης. Οι… … Dictionary of Greek